κατατέθηπα

κατατέθηπα
κατά-τέθηπα
to be astonished
perf ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατατέθηπα — (Α) (παρακμ. με σημ. ενεστ.) θαυμάζω κάτι, μένω έκθαμβος με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τέθηπα, παρακμ. με σημασία ενεστ. «θαυμάζω, εκπλήσσομαι»] …   Dictionary of Greek

  • κατατεθήπασι — κατατεθήπᾱσι , κατά τέθηπα to be astonished perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”